δράπανο

δράπανο
Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 411 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στην ακτή του όρμου του Αργοστολίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργοστολίου του νομού Κεφαλληνίας.
* * *
το
(μηχανολ.)
1. πολύστροφη εργαλειομηχανή ή εργαλείο που στρέφεται με το χέρι, το οποίο αποτελεί τον φορέα διατρητικού κοπτικού εργαλείου
2. το δρέπανο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Drapano — ( el. Δράπανο) is a small settlement located 3 km northeast of Argostoli, W of Sami and northwest of the Argostoli Sami Road (GR 50). Drapano is on the Argostoli Fiskardo Road, which also links to the Paliki peninsula. The village is in a… …   Wikipedia

  • Cap Drapano — Le Cap Drapano (en grec : Ακρωτήριο Δράπανο) est un cap situé sur l île de Crète, en Grèce. Il se situe dans la province d Apokoronas et en marque l extrémité septentrionale. Le cap Drapano marque également l entrée de la Baie de Souda avec… …   Wikipédia en Français

  • Cap Drapanon — Cap Drapano Le Cap Drapano (en grec : Ακρωτήριο Δράπανο) est un cap situé sur l île de Crète, en Grèce. Il se situe dans la province d Apokoronas et en marque l extrémité septentrionale. Le cap Drapano marque également l entrée de la Baie de …   Wikipédia en Français

  • Kefalonia (Gemeinde) — Gemeinde Kefalonia Δήμος Κεφαλονιάς …   Deutsch Wikipedia

  • Cap Drápano — 35°28′8″N 24°14′24″E / 35.46889, 24.24 Le cap Drápano (en grec : Ακρωτήριο Δράπα …   Wikipédia en Français

  • δρεπάνι — και δρέπανο και δραπάνι και δράπανο, το (AM δρεπάνη, η και δρέπανον και δράπανον, το Μ και δρεπάνι(ν), το και δρέπανος, ο) [δρέπω] κυρτό, θεριστικό, κοφτερό εργαλείο με ξύλινη λαβή που χρησιμοποιείται κυρίως για τον θερισμό χόρτων και δημητριακών …   Dictionary of Greek

  • τρυπάνι — το / τρυπάνιον, ΝΜΑ [τρύπανον] νεοελλ. 1. εργαλείο από χάλυβα με ελικωτό στέλεχος το οποίο καταλήγει σε αιχμή και χρησιμεύει στη διάνοιξη οπών σε ξύλα ή μέταλλα, τρύπανο, δράπανο 2. (κατ επέκτ.) καθετί που μοιάζει ως προς το σχήμα με το παραπάνω… …   Dictionary of Greek

  • τρύπανο — το / τρύπανον, ΝΜΑ 1. το τρυπάνι 2. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον τρυπανισμό οστών και κυρίως για διάτρηση τού κρανίου νεοελλ. τεχνολ. α) δράπανο β) το γεωτρύπανο μσν. αρχ. πολιορκητική μηχανή που, στο Βυζάντιο, χρησίμευε …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”